γαγγραινούμαι

γαγγραινούμαι
(Α γαγγραινοῡμαι, -όομαι)
γαγγριανιάζω* ή εμφανίζω συμπτώματα που μοιάζουν με της γάγγραινας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαγγραίνωμα — το (Μ γαγγραίνωμα) [γαγγραινούμαι] το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης …   Dictionary of Greek

  • γαγγραίνωση — η (Α γαγγραίνωσις) [γαγγραινούμαι] προσβολή από γάγγραινα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”